αληθοέπεια

αληθοέπεια
η [αληθοεπής]
η αληθινολογία, το να λες την αλήθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αληθοεπής — ές (Α ἀληθοεπής) αυτός που λέει την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + επὴς < ἔπος. ΠΑΡ. νεοελλ. αληθοέπεια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”